- θεορός
- θεορός και θευρός, ό (Α)θεωρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού θεωρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… … Dictionary of Greek
ՀԱՆԴԻՍԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0043 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c գ. θεορός spectator. Հանդիսատես. եկեալն ʼի տես հանդիսի մրցարանաց կամ խաղուց, կամ տօնախմբութեանց. ... *Խաղալիկս, եւ հանդիսականս յղէր. ՟Բ. Մակ. ՟Դ. 19: *Զի զոր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՆԴԻՍԱՏԵՍ — (ի, աց.) NBH 2 0044 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. θεορός, θεατής spectator δῆμος populus. Տեսօղ հանդիսի, մանաւանդ մրցանաց. ... *Տեսօղք ո՛չ մարդիկ, այլ հրեշտակք, հանդիսատեսք՝ հրեշտակապետք: Զմիտս գումարելոց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)